- ψέλια
- ψέλιονarmletneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… … Hofmann J. Lexicon universale
PERFUSUM — Salgulum, apud Treellium Pollionem in Trig. Tyr. c. 30. ubi de Zenobia, post Odenatum maritum Imperialis sagulô perfusô per hummeros habitu; Salmasio est βαπτὴ χλαμύς. Persusam certe purpura vestem Latinidicunt τὴν πορφυροβαφῆ. Virgilius:… … Hofmann J. Lexicon universale
PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… … Hofmann J. Lexicon universale
PSELLA — Graeco ψέλλια inter Veter. armissas. Pollux in Onomast. inter ornamenta τȏυ καρπῶν enumerat τὰ περιπάρπια, ψέλλια, χλιδῶνας. Suidas, ψελιῳ περιοχῇ: τὸ ψελλιον, κόσμος τῆς χειρὸς. Ubi περιοχὴ dicitur, a circuli torma brachium ambientis. Discrimen… … Hofmann J. Lexicon universale
VIRIA — I. VIRIA apud Tertullian. de Pallio, c. 4. Utique sicut vestigia caestuum viria occupavit; quid sit, Ambrosius exponit, l. de Abr. c. 9. Has virias quae manum non materiaeli aurô ornarent, sed spirituali actu levarent: manuum scil. ornamentum,… … Hofmann J. Lexicon universale
VIRIOLA — Glossar, Ψέλιον, armilla Viriolae περιχέρια, ψέλια: Viriola, κλάνιον, ψέλιον. Isidorus, Origin. l. 19. c. 31. eas armillas hôc nomine indigitatas vult, quae Viris victoriae causâ conferrentur. Per diminutionem a Viria deductam Viriolam, probant… … Hofmann J. Lexicon universale
κλάρια — Προσωνυμία της Άρτεμης, που λατρευόταν μαζί με τον Κλάριο Απόλλωνα στη μικρή πόλη της Ιωνίας, Κλάρο. Η Κ. Άρτεμη απεικονίζεται συνήθως μαζί με τον Απόλλωνα σε νομίσματα της Κολοφώνας του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. και μοιάζει με την Εφέσια. * * *… … Dictionary of Greek
κλαρά — (1193 – 1253). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε από το πατρικό της σπίτι και τέθηκε υπό την προστασία του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Από τότε αφοσιώθηκε στον μοναχικό βίο και ίδρυσε το τάγμα των Κλαρισσών. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
μανιάκης — μανιάκης, ὁ (ΑM) χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.) μσν. χρυσό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη… … Dictionary of Greek
σκυλεύω — ΝΑ [σκῡλον] 1. απογυμνώνω νεκρό στρατιώτη και παίρνω τα όπλα του (α. «συνόδευαν τη μονάδα και σκύλευαν τους σκοτωμένους» β. «σκυλεύσας τοὺς Ἀργείους νεκροὺς καὶ προσφορήσας τὰ ὅπλα πρὸς τὸ ἑωυτοῡ στρατόπεδον», Ηρόδ.) 2. διαρπάζω, λαφυραγωγώ (α.… … Dictionary of Greek